- ανυποστήρικτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει υποστήριξη, απροστάτευτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υποστηρίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβοήθητος — η, ο (Α ἀβοήθητος, ον) [βοηθῶ] αυτός που δεν βρήκε βοήθεια, ανυπεράσπιστος, ανυποστήρικτος αρχ. ανίατος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek
ανυπεράσπιστος — η, ο απροστάτευτος, ανυποστήρικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπερασπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek
ξεκρέμαστος — η, ο [ξεκρεμώ] 1. αυτός που δεν είναι κρεμασμένος κάπου, ξέκρεμος 2. μτφ. α) αυτός που δεν έχει λογική συνοχή, ασυνάρτητος (α. «ξεκρέμαστες ιδέες» β. «ξεκρέμαστα λόγια») β) (για πρόσ.) i) αυτός που δεν έχει οικονομικά ερείσματα, που έμεινε χωρίς… … Dictionary of Greek